-
1 κατοιδα
1) (хорошо) знать(ἄστρων νυκτέρων ὁμήγυριν Aesch.; Ἑλένης θυγατέρα, τὸ Γοργοῦς κάρα Eur.)
πῶς γὰρ κάτοιδ΄, ὅν γ΄ εἶδον οὐδεπώποτε ; Soph. — как же мне знать (того), кого я никогда не видел?;οὐ κατειδώς Eur. — (сам того) не ведая2) уметь(τίς οὗτος; ἦ κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ; Soph.)
3) понимать(οὑ κάτοιο΄ ὅπως λέγεις Soph.; οὐ κάτοιδ΄ ὅτῳ τρόπῳ Eur.)
См. также в других словарях:
ομήγυρη — και ομήγυρις, η (ΑΜ ὁμήγυρις, εως, Α και ιων. τ. γεν. ιος και δωρ. τ. ὁμάγυρις) συγκέντρωση ατόμων, συνάθροιση νεοελλ. σύνολο ατόμων που έχουν συγκεντρωθεί για να ακούσουν μια ομιλία ή για να συζητήσουν («αγαπητή ομήγυρις») αρχ. 1. σύναξη θεών… … Dictionary of Greek
κάτοιδα — (Α) 1. γνωρίζω κάτι καλά («ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων όμήγυριν», Αισχύλ.) 2. γνωρίζω κάποιον εξ όψεως, αναγνωρίζω («τὸ Γοργοῡς δ οὐ κάτοιδ ἐγὼ κάρα», Ευρ.) 3. φρ. «οὐ κατειδώς» ασυνείδητα, ακούσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἶδα «γνωρίζω»] … Dictionary of Greek